12 Ιουλίου, 2011

Συνένετυξη Τύπου για τη μηνυτήρια αναφορά της ΠΟΕΣΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

«Φτάνει πια. Δεν πάει άλλο, οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, είμαστε  υπό διωγμό», επεσήμανε ο Πρόεδρος της ΠΟΕΣΥ  Γιώργος Σαββίδης ,στην σημερινή  Συνέντευξη Τύπου, που προαναγγέλθηκε  η κατάθεση μηνυτήριας αναφοράς εκ μέρους της  Ομοσπονδίας κατά του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, κατά του Αρχηγού της ΕΛΑΣ και του Διοικητή των ΜΑΤ για την απρόκλητη  σωματική βία  κατά δημοσιογράφων και εργαζομένων στο χώρο του τύπου και την εκτεταμένη χρήση χημικών την 28η και 29η  Ιουνίου του 2011.

Παρόντες  στην συνέντευξη ήταν  δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ  θύματα της επίθεσης όπως, ο  Μανώλης Κυπραίος, ο Γιώργος Αυγερόπουλος,  ο Μάριος  Λώλος και ο Δημήτρης Τρίμης .
Συγκλονιστική ήταν η  μαρτυρία του δημοσιογράφου Μανώλη Κυπραίου, , ο οποίος έχασε την ακοή του από την βίαιη επίθεση των ΜΑΤ.  «Δεν μπορώ να σας ακούσω, αλλά μπορώ να σας μιλήσω. Δεν είμαι ικέτης ή ελεήμονας, είμαι αξιοπρεπής . Αν ήταν όλοι αλήτες ρουφιάνοι , δημοσιογράφοι, όπως λένε, ναι  είμαι και εγώ ένας  αλήτης , ρουφιάνος δημοσιογράφος , γιατί έμαθα να είμαι στο πεζοδρόμιο και να μεταδίδω όλα όσα βλέπω στους συμπολίτες μας , με το όποιο τίμημα», ήταν τα λόγια του συναδέλφου που του απέμεινε μόνο η φωνή, γιατί του στέρησαν την ακοή

Ο  Γιώργος Αυγερόπουλος, που για λογαριασμό του  «Εξάντα» βρέθηκε σε πολεμικά μέτωπα της υφηλίου, κατήγγειλε  την πρωτοφανή, όπως την αποκάλεσε  επιθετικότητα  που βίωσε, αντίστοιχη  με εκείνη της Γένοβας.  Με την μόνη διαφορά, ότι εκεί η βία απλωνόταν σ’ όλη την πόλη, ενώ εδώ συμπιέστηκε στα λίγα τετραγωνικά της πλατείας  Συντάγματος»

«Πρωτοφανείς ποσότητες απαγορευμένων χημικών, χρησιμοποιήθηκαν εκείνη την ημέρα, γιατί η πολιτική εντολή ήταν σαφής : εκκενώστε την πλατεία» η εκτίμηση  του Δημήτρη Τρίμη που βρέθηκε  με σπασμένο χέρι. Η  μηνυτήρια αυτή  αναφορά, είναι αφορμή να ανοίξει δημόσια συζήτηση για τη  σχέση  Δικαιοσύνης  και καταστολής , γιατί «τα Δικαστήρια είναι επιεική απέναντι στην αστυνομική βία» το σχόλιο του νομικού συμβούλου της   ΠΟΕΣΥ Τάσου Πετρόπουλου.

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ της Π.Ο.Ε.ΣΥ

Με την παράκληση να αναρτηθεί, να μεταδοθεί και να δημοσιευθεί.

Επισυνάπτουμε τη μηνυτήρια αναφορά,
την παρέμβαση του Μανώλη Κυπραίου και του Γιώργου Αυγερόπουλου

Προς τον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Τέντε

ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ

Της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συντακτών (Π.Ο.Ε.ΣΥ.), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ακαδημίας αρ. 20, όπως νομίμως εκπροσωπείται από το Διοικητικό Συμβούλιό της.

Δύο σχεδόν εβδομάδες μετά την εκτεταμένη και αδικαιολόγητη χρήση χημικών σε βάρος της υγείας των πολιτών, που διαμένουν, εργάζονται και μετακινούνται στο κέντρο της Αθήνας, παραμένει άγνωστη η σύστασή τους κι ούτε έχει διερευνηθεί η ημερομηνία λήξης τους, το επιτρεπτό, ο τρόπος χρήσης, καθώς και οι επιπτώσεις τους στην υγεία, όχι μόνο όσων βρίσκονταν στο τόπο και κατά το χρόνο της ρίψης τους, αλλά και  εκείνων που, κατά τις επόμενες ημέρες, διέρχονταν από εκεί και ενδεχομένως ήσαν έγκυοι, μικρά παιδιά ή είχαν ευπαθή ή επισφαλή υγεία.
Η κλιμάκωση της απρόκλητης βίας αστυνομικών δυνάμεων που έπληξε αδιακρίτως τη σωματική ακεραιότητα, την υγεία, τις ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα πολιτών κατά τη διάρκεια ειρηνικών συναθροίσεων διαδηλωτών και απεργών στην Αθήνα την 15η, 28η και 29η Ιουνίου 2011 σημαδεύτηκε από πρωτοφανή, εξευτελιστική και απάνθρωπη μεταχείριση δημοσιογράφων και κορυφώθηκε με τη βαριά σωματική βλάβη του μέλους της ΕΣΗΕΑ Μανώλη Κυπραίου.

Η απειλή ενόργανης βίας και η ρίψη χημικών και κροτίδων κρότου-λάμψης με στόχο και δημοσιογράφους απέδειξε ότι η αστυνομική βία δεν ήταν μόνο ανομιμοποίητη και για αυτό παράνομη καταλύοντας τα συνταγματικά όρια σεβασμού των ατομικών ελευθεριών και θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά πυροδοτούσε και πολλαπλασίαζε τη βία άλλοτε ως άμυνα και άλλοτε ως συνέπεια δίκαιης οργής. Από τα γεγονότα προκύπτει ότι για την Ελληνική Αστυνομία, όταν αναλαμβάνει δράση, βρίσκονται σε κατάσταση αναστολής και ανυπαρξίας θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, Διεθνών Συνθηκών και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τις ελευθερίες και τα εν γένει ανθρώπινα δικαιώματα.
Το συμπέρασμα τούτο συνάγεται και από ορισμένα εκ των γεγονότων που στη συνέχεια ενδεικτικά και με συνοπτικό τρόπο περιγράφουμε:

Την 15η Ιουνίου 2011 και περί ώρα 16.45΄ άνδρες των ΜΑΤ συνέλαβαν το δημοσιογράφο Απόλλωνα Λιακόπουλο, χωρίς τις διαδικαστικές εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 του Συντάγματος, που επιτρέπουν τη σύλληψη μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση διέπραττε ο εν λόγω δημοσιογράφος αδίκημα που υπάγεται στην αυτόφωρη διαδικασία. Από σύμπτωση το περιστατικό καταγράφηκε από κάμερα τηλεοπτικού σταθμού που εκείνη τη στιγμή αναμετέδιδε σε απευθείας σύνδεση τα όσα διαδραματίζονταν στη πλατεία Συντάγματος, αναγράφοντας στο τηλεοπτικό του πλάνο την ακριβή ώρα (16.45΄), κατά την οποία ο Απόλλωνας Λιακόπουλος φαίνεται να υποβάλλεται σε εξευτελιστική μεταχείριση, δεμένος πισθάγκωνα, με σχισμένα τα ρούχα του και κατεβασμένο το παντελόνι, εκτεθειμένος σε μία διαρκή χλευαστική και προσβλητική συμπεριφορά. Το δικαστήριο απάλλαξε τον Απόλλωνα Λιακόπουλο από τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν, παρέβλεψε όμως το αδίκημα της ψευδορκίας του συλλαβόντος αστυνομικού, Θεόδωρου Παναγιωτίδη του Αδάμ, κατόχου του υπ’ αριθ. 272754010 Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας. ο οποίος, ενώ στην ένορκη κατάθεσή του κατά την προανακριτική διαδικασία κατέθεσε ότι τα επίμαχα περιστατικά έλαβαν χώρα στις 13.50’ (θέλοντας έτσι προφανώς να στηρίξει την κατηγορία περί δήθεν διατάραξης της κοινής ειρήνης, αφού ήταν γνωστό ότι την ώρα εκείνη -13.50’- έλαβαν πράγματι χώρα επεισόδια μεταξύ ομάδων «κουκουλοφόρων» και δυνάμεων της αστυνομίας), στη συνέχεια, κατά την ακροαματική διαδικασία (όταν πλέον γνώριζε ότι η πραγματική ώρα των επίμαχων περιστατικών -16.45’- είχε καταγραφεί από τις τηλεοπτικές κάμερες), αναγκάστηκε να μεταβάλει τα όσα είχε καταθέσει και να δηλώσει εντέλει την αληθή ώρα. Τα όσα συνέβησαν κατά τη σύλληψη του δημοσιογράφου Απόλλωνα Λιακόπουλου στοιχειοθετούν προφανώς τα αδικήματα της παράνομης βίας και κατακράτησης, ενώ η υποβολή του σε εξευτελισμό και ταπείνωση τέτοιου βαθμού ξεπερνά το αναγκαίο μέτρο κάθε μέσου δικονομικού καταναγκασμού και στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση σειράς αξιόποινων πράξεων κατά της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της τιμής του παθόντος. Πάντως, η τύχη της προφανώς αποδεδειγμένης ψευδορκίας του αστυνομικού ήταν αυτή που επιφυλάσσει συνήθως η εύνοια της οποίας απολαμβάνουν τα αστυνομικά όργανα όταν αντιπαρατίθενται σε πολίτες σε ανάλογες συνθήκες.

Την Τετάρτη, 29 Ιουνίου 2011 και περί ώρα 14.00, ο δημοσιογράφος και μέλος του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ Δημήτριος Τρίμης, ερχόμενος από την πλευρά της οδού Όθωνος προς το κενό εκείνη την ώρα από πολίτες τμήμα της λεωφόρου Αμαλίας και επιδεικνύοντας τη δημοσιογραφική του ταυτότητα σε μία από τις διμοιρίες ζητώντας να σταματήσουν τις επιθέσεις και το βομβαρδισμό με τα χημικά, πάνοπλοι και εύσωμοι αστυνομικοί του επιτίθενται, τον υβρίζουν, τον σπρώχνουν και τον κλωτσούν. Οι εν λόγω αστυνομικοί δεν έφεραν διακριτικά, ενώ και ο επικεφαλής της διμοιρίας στην οποία ανήκαν αρνήθηκε να δηλώσει το όνομά του. Ως αποτέλεσμα αυτής της επίθεσης, ο εν λόγω δημοσιογράφος υπέστη κάταγμα της κεφαλής της κερκίδας του αριστερού του χεριού.

Την Τρίτη, 28 Ιουνίου 2011 και περί ώρα 18.00 και ενώ τα επεισόδια που είχαν προηγηθεί στην περιοχή είχαν καταλαγιάσει, ο δημοσιογράφος και μέλος της ΕΣΗΕΑ Σπύρος Χαλικιάς, διερχόμενος από τη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Ομήρου, αντιλήφθηκε ότι μία ομάδα αστυνομικών της ομάδας ΜΑΤ-ΥΑΤ, επιχείρησε να προσαγάγει βίαια και εν μέσω έντονων αποδοκιμασιών από τους λοιπούς διερχόμενους δύο πολίτες που απλώς βάδιζαν πίσω του. Ο δημοσιογράφος επιχείρησε να καταγράψει το περιστατικό με τη φωτογραφική του μηχανή και, όταν η κίνησή του αυτή έγινε αντιληπτή, οι αστυνομικοί (κατάφερε μόνο να συγκρατήσει το διακριτικό 32-42 ή 42-34 αναγραμμένο στο κράνος ενός εξ αυτών), αφού τον ακινητοποίησαν βίαια, του πήραν τη μηχανή και (παρά το γεγονός ότι από την πρώτη στιγμή τους γνωστοποίησε τη δημοσιογραφική του ιδιότητα και το μέσο στο οποίο εργάζεται) εν μέσω ακατονόμαστων ύβρεων, απαίτησαν να σβήσει τις φωτογραφίες. Όταν στη συνέχεια ο δημοσιογράφος απευθύνθηκε στον επικεφαλής της ομάδας των αστυνομικών ζητώντας τα στοιχεία του, εκείνος του είπε να απευθυνθεί στο Υπουργείο και τον απείλησε ότι, εάν δημοσίευε φωτογραφικό υλικό, θα μηνυόταν.

Την Τετάρτη, 29 Ιουνίου 2011 και περί ώρα 13.30’, ο δημοσιογράφος και μέλος της ΕΣΗΕΑ Γιώργος Αυγερόπουλος, κατέγραφε με την κάμερά του μία διμοιρία των ΜΑΤ που ανέβαινε προς τη Βουλή. Ένας εκ των αστυνομικών της διμοιρίας αποσχίστηκε από αυτήν και τον πλησίασε σε απόσταση αναπνοής κοιτώντας τον στα μάτια. Ο δημοσιογράφος σταμάτησε τη λήψη, κατέβασε την κάμερά του και τον ρώτησε τι ήθελε. Ο αστυνομικός, αντί απάντησης και όλως απρόκλητα τον χτύπησε με το γκλομπ.

Οι παραπάνω είναι μερικές μόνο από τις περιπτώσεις σκόπιμης επίθεσης κατά δημοσιογράφων με βίαιο, προσβλητικό, εξευτελιστικό, συχνά ακόμα και σεξιστικό και πάντως απάνθρωπο τρόπο, που συνεχίστηκαν και κλιμακώθηκαν, μολονότι την 15-6-2011 αστυνομικά όργανα είχαν προκαλέσει στο δημοσιογράφο Μανώλη Κυπραίο βαριά σωματική βλάβη, με τη ρίψη εναντίον του χειροβομβίδας κρότου – λάμψης εντός στοάς της οδού Φιλελλήνων. Ο δημοσιογράφος ασκούσε με επαγγελματική ευσυνειδησία και ευθύνη το καθήκον να καταγράφει τα γεγονότα που διαδραματίζονταν εκείνη τη στιγμή, χωρίς να συντρέχουν συνθήκες συμπλοκής ή επίθεσης εντός της περιμέτρου που αυτός κινιόταν εκείνη τη στιγμή.

Οι περιστάσεις υπό τις οποίες εκδηλώθηκαν οι ως άνω περιγραφόμενες προσβολές της προσωπικότητας αλλά και οι επικίνδυνες και βαριές σωματικές βλάβες κατά δημοσιογράφων μαρτυρούν την ύπαρξη σκοπού βλάβης και πρέπει να ερευνηθεί αν αυτές οι πράξεις ήταν προσχεδιασμένες προκειμένου να συσκοτιστούν τα αίτια πρόκλησης και επέκτασης των πρόσφατων γεγονότων βίας και καταστροφών στην Αθήνα. Δεν πρόκειται απλώς για παραβίαση του κανόνα της αναλογίας μεταξύ προσβαλλόμενου αγαθού και προσδοκώμενου οφέλους. Επειδή, σε περίπτωση σχεδιασμένης και οργανωμένης αστυνομικής επιχείρησης, δεν αρκεί μόνο η εξέταση της δράσης των αστυνομικών οργάνων, αλλά πρέπει να ελέγχεται και τιμωρείται και η δράση εκείνων που έχουν την ευθύνη οργάνωσης και ελέγχου της επιχείρησης, επειδή όπως γίνεται δεκτό σε περίπτωση προσταγής για τη διάπραξη άδικων πράξεων τιμωρείται ως αυτουργός και εκείνος που έχει την ευθύνη της προσταγής, ζητάμε να ελεγχθεί νομίμως η ευθύνη του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, του Διοικητή των μονάδων των Μ.Α.Τ. και κάθε άλλου υπεύθυνου για τις παραπάνω πράξεις και να κληθούν μάρτυρες οι Εμμανουήλ Κυπραίος του Παναγιώτη, κάτοικος Αργυρουπόλεως, οδός Ολυμπίας αρ. 98, Γεώργιος Αυγερόπουλος του Κωνσταντίνου, κάτοικος Αθηνών (Ν. Κόσμος), οδός Πυθέου αρ. 5, Δημήτριος Τρίμης, μέλος της διοίκησης της ΕΣΗΕΑ, κάτοικος ως εκ της ιδιότητάς του Ακαδημίας 20 Αθήνα, Σπύρος Χαλικιάς του Γεωργίου, κάτοικος Αθηνών, οδός Αλεξανδρείας αρ. 3, Μάριος Λώλος του Λάμπρου, κάτοικος Αμαρουσίου Αττικής, οδός Φιλικής Εταιρείας και Τούντα.

Για το Δ.Σ. της Π.Ο.Ε.Σ.Υ.

O Πρόεδρος
Γιώργος Σαββίδης

Ο Γενικός Γραμματέας
Δημήτρης Κουμπιάς

ΟΜΙΛΙΑ ΜΑΝΩΛΗ ΚΥΠΡΑΙΟΥ

Αγαπητές φίλες, φίλοι και συνάδελφοι

Δεν μπορώ να σας ακούσω αλλά μπορώ να σας μιλήσω. Αυτό λοιπόν θα κάνω τώρα.
Συγχωρήστε με, αλλά είναι ο μοναδικός τρόπος για να επικοινωνήσω μαζί σας και λυπάμαι που δεν άκουσα τους αγαπητούς συναδέλφους μου να μιλούν.
Είμαστε όλοι εδώ όχι ως ικέτες ή ελεήμονες.  Είμαστε αρκετά αξιοπρεπείς όλοι μας.
Είμαστε εδώ για να διαμαρτυρηθούμε.
Έτυχε εγώ να είμαι ο βαρύτερα τραυματισμένος από την αστυνομική βία, που έλαβε χώρα τις τελευταίες δύο εβδομάδες στη χώρα μας. Ευτυχώς δεν ήταν κάποιος νεότερος ή κάποιο παιδί, από τα χιλιάδες που υπήρχαν στις διαδηλώσεις.
Ουσιαστικά το συμβάν συνέβη την στιγμή που κάλυπτα και μετέδιδα τα επεισόδια, όταν μετά από εντολή διοικητή διμοιρίας των ΜΑΤ μια χειροβομβίδα κρότου-λάμψης έσκασε λίγα εκατοστά μπροστά μου αφήνοντάς με κωφό, παρά την επίδειξη της δημοσιογραφικής μου ταυτότητας. Ακολούθησαν και άλλες σκηνές αστυνομικής βίας και παρανομίας εναντίον μου αλλά η παραπάνω είναι η σημαντικότερη και η μοιραία.
Αυτό που θέλω να πω είναι πως είμαστε κι εμείς μέρος των «παράπλευρων απωλειών» της ανεξέλεγκτης βίας των ΜΑΤ, η οποία κατά την ταπεινή μου άποψη ξεπέρασε κάθε προηγούμενο τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το ότι δεν είχαμε νεκρούς εγώ το αποδίδω σε θαύμα.
Όλοι οι συνάδελφοί μου, δημοσιογράφοι, φωτορεπόρτερ, τεχνικοί, όπως και οι υπόλοιποι πολίτες πέσαμε θύματα αυτών των ενεργειών που μόνο απέχθεια και προβληματισμό μπορούν να προκαλέσουν για την «ποιότητα» της Δημοκρατίας μας.

Όταν οι αστυνομικές δυνάμεις έριξαν σε μερικές ώρες την 29 Ιουνίου, 2.800 χημικά-όταν συνήθως δεν χρησιμοποιούνται πάνω από 140-τι να σχολιάσει κανείς;

Να ξέρει ο λαός πως όλοι μας, εμείς οι άνθρωποι του τύπου και της ενημέρωσης, από τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ έως τους τεχνικούς είμαστε αλληλέγγυοι και αποτελούμε αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας. Σαφέστατα υπάρχουν και τα «κακώς κείμενα» αλλά αυτά είναι λίγα και ανούσια μπροστά στην πλειοψηφία των χιλιάδων εργατών του τύπου.

Γιατί κι εγώ εργάτης είμαι. Και εγώ φοβάμαι για το αύριο. Και εγώ έχω απολυθεί. Και εγώ έχω αγχωθεί για το πώς θα τα «βγάλω πέρα». Και εγώ αναρωτιέμαι που θα βρω τα χρήματα να πληρώσω τους λογαριασμούς μου και έχω μείνει ξάγρυπνος από τις σκέψεις.

Γιατί και η δημοσιογραφία στενάζει. Έχουμε κι εμείς ανέργους. Απλήρωτους. Συναδέλφους που υποφέρουν. Δεν ζούμε και εργαζόμαστε σε έναν «αγγελικά πλασμένο κόσμο» όπως πολλοί νομίζουν. Είναι και το δικό μας ψωμί, πικρό.

Ο λαός, οι συμπολίτες μας να ξέρουν πως μας έχουν δίπλα τους. Όχι μόνο γιατί θέλουμε, αλλά και γιατί είμαστε υποχρεωμένοι.
Είμαστε υποχρεωμένοι να προστατέψουμε αυτή την έρημη Δημοκρατία που έχει περάσει τα πάνδεινα στη χώρα μας.
Θέλω να σας πω πως αυτό που με τρόμαξε περισσότερο, είναι η «σιωπή» της πολιτείας απέναντι σε όλα αυτά που έγιναν. Τουλάχιστον βρέθηκε χθες ο υπουργός Δικαιοσύνης κύριος Μιλτιάδης Παπαϊωάννου που ζήτησε μία  «συγνώμη» δημοσίως,  και τον ευχαριστώ, έστω και τρεις εβδομάδες μετά…

Μια συγνώμη που δεν ανήκει σε μένα μόνο, αλλά σε όλους τους συμπολίτες και συναδέλφους που τραυματίστηκαν αναίτια από τη δράση των ΜΑΤ.

Αγαπητές φίλες, φίλοι και συνάδελφοι
Εύχομαι-και θέλω-να είμαι ο τελευταίος. Δεν λύνονται τα προβλήματα με τη βία. Δεν πρέπει να λύνονται με τη βία. Τα προβλήματα σε μια Δημοκρατία μεταξύ πολιτών και κράτους λύνονται με τον διάλογο. Και πρέπει να λύνονται με τον διάλογο.

Τον λόγο τώρα τον έχει η Δικαιοσύνη η οποία πιστεύω πως θα ξεκαθαρίσει το θολό τοπίο που έχει δημιουργηθεί από την υπέρμετρη χρήση πολλών «τακτικών και πολιτικών χημικών».

Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω για την αμέριστη συμπαράστασή τους το Διοικητικό Συμβούλιο της ΠΟΕΣΥ και της ΕΣΗΕΑ, τον ΕΔΟΕΑΠ και το ΕΤΑΠ-ΜΜΕ καθώς και όλους τους συναδέλφους μου, που μου έχουν σταθεί σαν πραγματική οικογένεια, νιώθοντας τυχερός μέσα στην ατυχία μου.

Και κλείνοντας, θα ήθελα να απαντήσω στον αξιότιμο αντιπρόεδρο της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αττικής κ. Δημήτρη Ντούμα που έγραψε ότι στις διαδηλώσεις βρίσκονται: «ΔΗΘΕΝ “κοινωνικοί αγωνιστές”, πρεζάκηδες, χαοτικοί, πρόστυχες γυναίκες, ξεπεσμένοι συνδικαλιστές, χούλιγκαν, σκίνχεντ και το κάθε “καρυδιάς καρύδι”, που ερχόταν και “ξεφόρτωνε” μπροστά στους Συναδέλφους μας».
Δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Εμείς που ήμασταν εκεί ξέρουμε. Και τους παρακρατικούς τους είδαμε και ξύλο φάγαμε και χημικά με τον τόνο εισπνεύσαμε. Και μάλιστα από την καινούργια παραγγελία της ΕΛ.ΑΣ. από την Βραζιλία, τις λεγόμενες «παπαρούνες».
Αξιότιμε κύριε Ντούμα, στις διαδηλώσεις ήταν άνθρωποι του μεροκάματου που βλέπουν πως δεν μπορούν να ζήσουν, νέοι με κατεστραμμένο μέλλον και ηλικιωμένοι που δεν έχουν να φάνε. Οικογενειάρχες. Σαν εσάς, σαν κι εμένα σαν εκατομμύρια συμπολίτες μας.

Και αν ήταν πόρνες ήμουν και εγώ μια πόρνη. Γιατί μπορεί να είναι πόρνες στο σώμα αλλά όχι στην ψυχή.

Αν ήταν «πρεζάκηδες», είμαι κι εγώ ένας «πρεζάκιας». Τρέχει δηλητήριο στο αίμα τους μα όχι στην καρδιά τους.

Και αν ήταν «Σκίνχεντ» είμαι και εγώ «Σκίνχεντ». Και για του λόγου το αληθές μπορείτε να έρθετε σε λίγο καιρό στο νοσοκομείο, όταν λίγο πριν το χειρουργείο θα μου ξυρίζουν το κεφάλι για να μου ανοίξουν το κρανίο να μπουν τα εμφυτεύματα.

Και αν ήταν «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» είμαι και εγώ ένας «αλήτης, ρουφιάνος, δημοσιογράφος» γιατί έμαθα να είμαι στο πεζοδρόμιο και να μεταδίδω όλα όσα βλέπω στους συμπολίτες μου, με όποιο τίμημα…

Σας ευχαριστώ!

Κείμενο  Γιώργου Αυγερόπουλου

Έχω καλύψει συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία σε διάφορα μέρη του κόσμου εκτός της Ελλάδας, όπως στην Αργεντινή, την Ιταλία, τη Βολιβία και το Μεξικό. Ειδικά στο Μεξικό, οι αστυνομικοί όπως γνωρίζουν πολλοί, θεωρούνται άγριοι, ανεκπαίδευτοι  και διεφθαρμένοι.  Όμως αυτό που έζησα και κατέγραψα τόσο εγώ όσο και οι συνεργάτες μου χθες Τετάρτη 29/6 στο Σύνταγμα, ξεπερνάει σε αγριότητα κάθε όριο. Η Ελληνική αστυνομία παίρνει δίκαια και με διαφορά το βραβείο βαρβαρότητας. Μιας βαρβαρότητας που καμία σχέση δεν είχε με καταστολή αλλά ήταν ένα συνεχές φλερτ με τον θάνατο.
Από θαύμα δεν θρηνήσαμε νεκρούς. Και ο κ. Παπουτσής θα πρέπει να ανάψει λαμπάδα στον Θεό που πιστεύει, καθώς μόνο στην καλή του τύχη θα πρέπει να αποδοθεί το γεγονός ότι δεν απολογείται σήμερα για θύματα.

Το σχέδιο εκκένωσης της πλατείας Συντάγματος τις δύο τελευταίες μέρες, ήταν ένα “γιουρούσι” όπως εύστοχα παρατήρησε ο Αϊμάν, Ισπανός δημοσιογράφος που εργάζεται για το Al Jazeera. Ένα γιουρούσι, εναντίον όλων και όποιον πάρει ο χάρος. “Μα καλά τι αστυνομία είναι αυτή που έχετε;” με ρώτησε αγανακτισμένος. “Είστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον ακόμα”  μου είπε με νόημα χαμογελώντας.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Περίπου στη 13.30 υπάρχει πολύς κόσμος συγκεντρωμένος μπροστά από την Βουλή. Δεν είναι κουκουλοφόροι. Δεν πετάνε πέτρες. Είναι γέροι, νέοι, γυναίκες, άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, εργαζόμενοι, άνεργοι που φωνάζουν συνθήματα, ρίχνουν την γνωστή μούντζα προς το κοινοβούλιο, και οι πιο θερμόαιμοι μπροστά – μπροστά άντε να εκτοξεύουν καμιά βρισιά εναντίον των αστυνομικών και να κουνάνε τα κιγκλιδώματα που έχουν στηθεί μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Τίποτα το σημαντικό δηλαδή που να δικαιολογεί αυτό που θα ακολουθήσει. Ξαφνικά από παντού, από δεξιά, από αριστερά και από το κέντρο, αρχίζει μια γενική επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων που απωθούν τους διαδηλωτές προς τα σκαλιά της πλατείας Συντάγματος.

Φανταστείτε δηλαδή χιλιάδες ανθρώπους να τρέχουν αλλόφρονες  προς ένα στενό άνοιγμα το πλάτος του οποίου δεν ξεπερνά τα δέκα μέτρα. Από πίσω τους τα ΜΑΤ, ρίχνουν μέσα στο πλήθος χειροβομβίδες κρότου λάμψης και δακρυγόνα, προκαλώντας πανικό. Άνθρωποι καίγονται από τις φλόγες, πνίγονται από τα δακρυγόνα δεν βλέπουν μπροστά τους και αρχίζουν να ποδοπατούν ο ένας τον άλλον και να κουτρουβαλούν στα σκαλιά. Υπάρχουν άνθρωποι λιπόθυμοι, άλλοι ποδοπατημένοι μέσ’ τα αίματα. Παρόλα αυτά οι αστυνομικοί δεν αποχωρούν. Χτυπάνε με τα γκλομπς όποιον βρουν μπροστά τους, ανθρώπους δηλαδή που τρέχουν να σωθούν πατώντας ο ένας πάνω στον  άλλον.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Πέρα από την δράση των προβοκατόρων η οποία έχει καταγραφεί σε βίντεο και φωτογραφίες που βγήκαν και θα συνεχίσουν να βγαίνουν τις επόμενες μέρες, πέρα από τους μπαχαλάκηδες την δράση των οποίων απεχθάνομαι και διαφωνώ κάθετα, η πέτρα είναι πλέον εύκολο να φύγει από το χέρι οποιουδήποτε, που τον χτύπησαν, τον ψέκασαν, και είναι άνεργος, άστεγος – ναι, υπάρχουν πλέον νεοάστεγοι – και κάθε μέρα γίνεται φτωχότερος χωρίς να βλέπει διέξοδο από πουθενά.
Δεν σας κρύβω ότι φοβήθηκα βλέποντας μια άνευ προηγουμένου αγριότητα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου. Ένιωσα τον ίδιο φόβο που έχω νιώσει σε ζόρικες περιοχές του πλανήτη. Ένιωσα τον φόβο του θανάτου. Καθώς νόμιζα πως ήταν η ιδέα μου και πως είχα ξεσυνηθίσει να δουλεύω στην Ελλάδα – έχω να δουλέψω στη χώρα μου από το έτος 2000- ρώτησα παλιούς μου συναδέλφους αν είχαν ξαναζήσει κάτι τέτοιο εδώ. Μου απάντησαν πως δεν είχαν ξαναζήσει κάτι παρόμοιο.

Θα ήθελα λοιπόν ένας λογικός άνθρωπος από το υπουργείο “Προστασίας του Πολίτη” (το βάζω σε εισαγωγικά γιατί πλέον ο τίτλος του μου θυμίζει το Υπουργείο Αγάπης του Όργουελ στο 1984) να μου απαντήσει στις εξής ερωτήσεις:

1. Ποιος έδωσε την εντολή για την γενική επίθεση στις 13.30 και γιατί; Ποιανού ιδέα ήταν να διατάξει τις αστυνομικές δυνάμεις να κυνηγήσουν ένα πανικόβλητο πλήθος που ποδοπατιέται στα σκαλιά  πετώντας κρότου – λάμψης και δακρυγόνα χτυπώντας αδιακρίτως, παίζοντας κορώνα γράμματα την πιθανότητα, κάποιος ανάμεσα στους χιλιάδες, να αφήσει την τελευταία του πνοή στην πλατεία.

2. Για ποιο λόγο οι αστυνομικοί δεν σεβάστηκαν το ιατρείο της πλατείας Συντάγματος; Επαγγελματίες γιατροί πνευμονολόγοι και άλλοι, όλοι εθελοντές, φρόντιζαν  τραυματίες καθ’ όλη την διάρκεια των συγκρούσεων. Δεν ήταν “κουκουλοφόροι”, γιατροί ήταν. Φώναζαν στους αστυνομικούς “εδώ είναι ιατρείο” αλλά καμία σημασία δεν έδιναν εκείνοι. Αφιονισμένοι, τους έριχναν δακρυγόνα και τους χτυπούσαν.  Όπως μας είπε ένας γιατρός “Αυτά δεν γίνονται ούτε στον πόλεμο. Ακόμα και στον πόλεμο υπάρχει ανακωχή για να μαζέψεις και να φροντίσεις τους τραυματίες.” Τα μάζεψαν άρον – άρον οι άνθρωποι και έστησαν το ιατρείο κάτω στο μετρό αλλά ούτε και αυτό γλίτωσε από τις ρίψεις χημικών.

3. Για ποιο λόγο χτυπήθηκαν δάσκαλοι στην Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος; Και αυτοί κουκουλοφόροι; Δεν νομίζω. Τα ΜΑΤ αφού πέταξαν δακρυγόνα στην είσοδο του κτιρίου στην οδό Ξενοφώντος 15, άρχισαν να τους πετούν πέτρες (!) και να ανοίγουν κεφάλια με την ανάποδη του γκλομπ, σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων.   Τρεις τραυματίες, ένας με σπασμένα πλευρά, ένας με ανοιγμένο κεφάλι και ένας με ελαφρά τραύματα στο  χέρι. Έλεγαν οι δάσκαλοι: “Όταν μια κοινωνία κακοποιεί τους δασκάλους της βρίσκεται στο κατώτερο σκαλοπάτι που μπορεί να φτάσει”

4. Με ποια λογική οι αστυνομικοί έριξαν χημικά και χτύπησαν ανθρώπους μέσα σε μανάβικα και σουβλατζίδικα στο Μοναστηράκι και στην Πλάκα, προκαλώντας τρόμο σε πελάτες και τουρίστες;

5. Και τέλος κάτι προσωπικό για τον κ. Παπουτσή: Γιατί με χτυπήσατε; Όχι εσείς δηλαδή, ένας από τους άνδρες της αστυνομίας σας. Επειδή όμως εγώ  δεν γνωρίζω τον “ανώνυμο” ΜΑΤατζή και γνωρίζω εσάς, θα ήθελα πραγματικά μια απάντηση. Η κατάσταση ήταν σχετικά ήρεμη εκείνη την ώρα και γω τραβούσα με την κάμερα μια διμοιρία των ΜΑΤ που ανέβαινε προς την Βουλή, όταν ένας ξέκοψε από την διμοιρία του, ήρθε προς το μέρος μου και στάθηκε μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής. Σταμάτησα να τραβάω και κατέβασα την κάμερα. Με κοιτούσε μες στα μάτια. Του είπα τι θέλει και ως απάντηση εισέπραξα μια, για να θυμάμαι τη μέρα. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει: “Τον Αυγερόπουλο χτυπάς ρε”. Δεν αντέδρασα καθόλου και εκείνος απομακρύνθηκε. Αν είχα αντιδράσει ίσως να τα λέγαμε στο τμήμα όπου θα μου ζητάγατε συγνώμη για την… “παρεξήγηση”. Παρεπιπτόντως: Στην Οαχάκα, όταν με είχαν στριμώξει μαζί με τον κάμεραμάν μου οι Μεξικανοί αστυνομικοί,  που όπως είπαμε θεωρούνται άγριοι, ανεκπαίδευτοι και διεφθαρμένοι, τους φώναξα “Δημοσιογράφος” και δεν με πείραξαν. Στη χώρα μου τις έφαγα για πρώτη φορά.